- περιβλύζω
- και περιβλύω Α1. πηγάζω, αναβλύζω ολόγυρα («γῆ... νάμασι περιβλύζουσα» — γη που πλημμυρίζει από νερά, Αριστοτ.)2. συντελώ στο να αναβλύσει κάτι ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βλύζω / βλύω «κοχλάζω, πλημμυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.